- στιγμή
- Μονάδα χρόνου χωρίς καμιά διάρκεια. Το γεωμετρικό σημείο. Επίσης: ένα από τα σημεία στίξης: κάτω ή τέλεια σ. = τελεία (.), πάνω ή μέση σ. = πάνω τελεία (·), υποστιγμή = το κόμμα (,). Τέλος, σ. είναι η μονάδα με την οποία μετράμε το πάχος του σώματος τυπογραφικού στοιχείου (η μονάδα αυτή αντιστοιχεί σε 0,376 χιλιοστόμετρα).
* * *η, ΝΜΑ [στίζω]1. το αποτέλεσμα τού στίζω, σημάδι, στίγμα, κηλίδα2. (για χρόνο) ελάχιστο διάστημα μέσα στο οποίο έγινε ή θα γίνει κάτι (α. «ούτε στιγμή δεν μπορεί να λείψει» β. «περίμενέ με μια στιγμή» γ. «στιγμὴ χρόνου πᾱς ἐστιν ὁ βίος», Πλούτ)3. γραμμ. σημείο στίξης με το οποίο χωρίζονται οι περίοδοι μεταξύ τους και τα κώλα περιόδου ενός κειμένου, κν. σήμερα τελείανεοελλ.1. μονάδα χρόνου που δεν έχει καμιά διάρκεια (α. «τη στιγμή εκείνη ακούστηκε ο πυροβολισμός» β. «αυτή είναι η κατάλληλη στιγμή»)2. μουσ. ρυθμικό σημείο ποικίλης σημασίας το οποίο αρχικά χρησίμευε για να διαχωρίζει δύο βραχείς τόνους, μετά την Αναγέννηση όμως άρχισε να χρησιμοποιείται ποικιλότροπα3. (τυπογρ.) μονάδα μέτρησης τού πάχους τού σώματος τών τυπογραφικών στοιχείων που αντιστοιχεί με 0, 376 περίπου τού χιλιοστομέτρου («στοιχεία τών οκτώ στιγμών»)4. φρ. α) «δύο στιγμές» ή «άνω και κάτω στιγμή» ή «διπλή στιγμή»γραμμ. τα δηλωτικάβ) «στη στιγμή» — αμέσως, ακαριαίαγ) «άνω στιγμή»γραμμ. η άνω τελείαδ) «στιγμή διάρκειας»μουσ. στιγμή που τοποθετείται στα δεξιά τής κεφαλής ενός φθογγοσήμου και αυξάνει τη διάρκεια του κατά το ήμισυ τής αξίας τουε) «στιγμή επανάληψης»μουσ. δύο στιγμές που τοποθετούνται πάνω στις διαστολές τού πενταγράμμου και σηματοδοτούν τις επαναλήψειςαρχ.1. σημάδι πάνω στα φτερά πτηνού («τὸ χρῶμα κεραμεοῡς, ῥυπαραῑς στιγμαῑς καὶ μεγάλαις γραμμαῑς ποικίλος», Αθήν.)2. χάραγμα με οξύ όργανο ή με καυτηριασμό3. μαθηματικό σημείο4. φρ. α) «τελεία στιγμή»γραμμ. η τελείαβ) «μέση στιγμή»γραμμ. η άνω τελεία.
Dictionary of Greek. 2013.